- τετράπολος
- τετρά-πολος, ον,A turned up or ploughed four times, Theoc.25.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράπολος — ον, Α αυτός που έχει καλλιεργηθεί τέσσερεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πολος (< πόλος «οργωμένη γη»), πρβλ. δί πολος] … Dictionary of Greek
τετραπόλοισιν — τετράπολος turned up masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
ՉՈՐԵՔԵՐԻՎԱՐԵԱՆ — ( ) NBH 2 0578 Chronological Sequence: 8c, 13c ա. τέτριππος, τετράπολος quatuor equos habens, quadriguus, quadrigus. Ի չորից երիվարաց կամ ի գրաստուց լծեալ. քառաձի. *Ո՛ որ չորեքերիվարեան որպէս կառաց գիր՝ զտարերս դասեալ, եւ կառավարելով զժամանակս.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)